μπολεύω

μπολεύω
περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, τριγυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πολεύω «περιφέρομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπολού — η γυναίκα που γυρίζει συνεχώς στους δρόμους, που δεν τής αρέσει να μένει στο σπίτι της. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπολεύω «περιφέρομαι» + κατάλ. ού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”